Μεγαρέα

Μεγαρέα
Μεγαρέᾱ , Μεγαρεύς
citizen of Megara
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μεγαρέας — Μεγαρέᾱς , Μεγαρεύς citizen of Megara masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

  • διάζωμα — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού που βρισκόταν ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο. Στους ναούς δωρικού ρυθμού το δ. απαρτιζόταν από τρίγλυφα και μετόπες, οι οποίες συνήθως είχαν ανάγλυφες ή γραπτές παραστάσεις, ενώ σε εκείνους που… …   Dictionary of Greek

  • κρέων — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μενοικέα και βασιλιάς της Θήβας. Κατά την παράδοση, ανέλαβε τη βασιλεία για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τον θάνατο του Λάιου, ενώ στη συνέχεια την παραχώρησε στην αδελφή του Ιοκάστη, χήρα του Λάιου, και… …   Dictionary of Greek

  • κρεών — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μενοικέα και βασιλιάς της Θήβας. Κατά την παράδοση, ανέλαβε τη βασιλεία για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τον θάνατο του Λάιου, ενώ στη συνέχεια την παραχώρησε στην αδελφή του Ιοκάστη, χήρα του Λάιου, και… …   Dictionary of Greek

  • τροπαλίς — και τροπαλλίς, ίδος, και τρόπαλις και αττ. τ. τρόπηλις και, κατά το λεξ. Σούδα, τ. γεν. τροφαλλίδος, ἡ, Α δέσμη, δεμάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παραδίδεται, με τη γρφ. τροπαλλίς < ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ τής ρίζας τού τρέπω + υγρό ένθημα αλ με… …   Dictionary of Greek

  • Αβρώτη — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύζυγος του βασιλιά των Μεγάρων Νίσου, κόρη του Ογχήστη και αδελφή του Μεγαρέα. Επειδή ήταν γυναίκα φρόνιμη και πολύ αγαπητή, o Νίσος διέταξε, μετά τον θάνατό της, να φορούν όλες οι Μεγαρίδες την ίδια ενδυμασία με αυτήν, που… …   Dictionary of Greek

  • Γόργη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Οινέα και της Αλθαίας, κόρης του Θεστίου. Πολέμησε εναντίον των Κουρήτων όταν πολιόρκησαν την Καλυδώνα. Ήταν αδελφή του Κλυμένη, του Μελέαγρου, του Θυρέα και της Δηιάνειρας. Έγινε σύζυγος του Ανδραίμονα και …   Dictionary of Greek

  • Ηλειακή σχολή — Αρχαιοελληνική φιλοσοφική σχολή.Μία από τις λεγόμενες Σωκρατικές σχολές, λιγότερο όμως σημαντική –από φιλοσοφική άποψη– σε σύγκριση με την Κυνική, την Κυρηναϊκή και τη Μεγαρική σχολή (προς την οποία ωστόσο πλησιάζει, σύμφωνα με τις σπάνιες και… …   Dictionary of Greek

  • Ιππομένης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Μεγαρέα ή του θεού Άρη. Καταγόταν από τον Ογχηστό της Βοιωτίας. Νίκησε σε αγώνα δρόμου την Αταλάντη και την νυμφεύθηκε. Επειδή όμως χρησιμοποίησαν για νυφικό θάλαμο το ιερό άλσος της θεάς Κυβέλης, μεταμορφώθηκαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”